φαινικούς

φαινικούς
-οῡν, Α
(δ. τ.) βλ. φοινικοῡς (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φοινικούς — (I) ῆ, οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, έα, εον, και φαινικοῡς, οῡν, Α 1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῡν το βαθυκόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. οῦς / εος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”